στρόντιο

στρόντιο
Χημικό στοιχείο με σύμβολο Sr· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των γαιο - αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 38, ατομικό βάρος 87,63 και τέσσερα σταθερά ισότοπα. Από τα ασταθή ισότοπα, που παράγονται τεχνητά, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το Sr90, υποπροϊόν των πυρηνικών αντιδραστήρων, που βρίσκεται πάντα στις ατομικές επιπτώσεις (fall-out). Βεβαιώθηκε ότι το ισότοπο αυτό, που παράγεται από τις πυρηνικές εκρήξεις, τείνει να υποκαταστήσει το ασβέστιο στα οστά των ζώων και του ανθρώπου, ιδιαίτερα στους νεαρούς οργανισμούς· τα γενετικά αποτελέσματα από την προσβολή και ο βαθμός ανεκτικότητας δεν έχουν καθοριστεί ακόμα με ακρίβεια. Το σ. δεν είναι πολύ διαδομένο στη φύση (αποτελεί το 0,02% του γήινου φλοιού): δεν βρίσκεται σε ελεύθερη κατάσταση, αλλά υπό μορφή ένωσης στο γλαύκινο (SrSO4) και στο στροντιανίτη (SrCO3). Το ανακάλυψε ο Αντέρ Κρόουφορντ το 1790 σ’ ένα δείγμα στροντιανίτη που προερχόταν από το μεταλλείο μόλυβδου του Στρόντιαν της Σκοτίας, από όπου πήρε όνομά του. Απομονώθηκε σε στοιχειακή κατάσταση από το σερ Χάμφρεϊ Ντέιβι το 1808. Είναι μέταλλο αργυρόλευκο, τήκεται στους 757°C, βράζει στους 1.366°C, έχει πυκνότητα 2,60, είναι αρκετά μαλακό, ευήλατο και αρκετά δραστικό. Στον αέρα κιτρινίζει σχηματίζοντας οξείδιο· αντιδρά με τα αλογόνα, με το υδρογόνο, με τον φώσφορο και με το θείο. Παρασκευάζεται με ηλεκτρόλυση ενός μείγματος χλωριούχου σ. και καλίου με «κάθοδο εξ επαφής» που αποτελείται από διάπυρο σίδηρο, ή με την αργιλοθερμική μέθοδο από το οξείδιο του, υπό κενό και στους 1.000°C. Η ηλεκτρονική διάταξη του σ. αντιστοιχεί συνηθέστερα στην κατάσταση οξείδωσης +2. Από τις ενώσεις στις οποίες το σ. εμφανίζεται δισθενές, είναι το ιωδιούχο σ. (SrI2) που παρασκευάζεται με αντίδραση του οξειδίου του με υδροϊωδικό οξύ και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική ως υποκατάστατο του ιωδιούχου καλίου. Το βρωμιούχο σ. (SrB2) που παρασκευάζεται με επίδραση του βρώμιου επί του υδροξείδιου του σ. και εφαρμόζεται στη φαρμακευτική και στην ακτινολογία. Το νιτρικό σ. Sr(NO3)2 παρασκευάζεται αν αντιδράσει το οξείδιο του με νιτρικό οξύ· χρησιμοποιείται στην πυροτεχνική επειδή καίγεται με βαθυκόκκινη φλόγα. Το σ. χαρακτηρίζεται από ένα φάσμα με δύο ραβδώσεις μέγιστης απορρόφησης στα 422 και 461 mμ. Το ανθρακικό σ. (SrCO3), που βρίσκεται στη φύση ως στροντιανίτης, χρησιμοποιείται στην υαλουργία, επειδή προσδίδει στο γυαλί βαθυκόκκινους ιριδισμούς. Στροντιανίτης. Η χαρακτηριστική κόκκινη απόχρωση που προσδίδουν στη φλόγα, τα άλατα του στροντίου.
* * *
το, Ν
1. χημ. χημικό στοιχείο με σύμβολο S και ατομικό αριθμό 38, που ανήκει στην IIa ομάδα τού περιοδικού συστήματος, δηλαδή στα μέταλλα τών αλκαλικών γαιών
2. φρ. «στρόντιο-90»
(χημ.-φυσ.) ραδιενεργό ισότοπο τού οτροντίου το οποίο εμφανίζεται μεταξύ τών προϊόντων τής πυρηνικής σχάσης και αποτελεί ένα από τα πιο επικίνδυνα για το περιβάλλον συστατικά τής ραδιενεργού τέφρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. strontium < Strontian, χωριό τής Σκωτίας, όπου ανακαλύφθηκε].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στρόντιο — το στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλαύκινος — Ορυκτό, ισόμορφο του βαρύτη, που κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα. Χημικά είναι θειικό στρόντιο (SrSO4). Οι κρύσταλλοί του έχουν στηλοειδή, πρισματική ή τραπεζοειδή μορφή. Κυκλοφορεί σε διάλυση μέσα σε ρωγμές πετρωμάτων, τις οποίες γεμίζει,… …   Dictionary of Greek

  • ολιγοστοιχεία — Χημικά στοιχεία που βρίσκονται στους ζωντανούς οργανισμούς σε χαμηλές συγκεντρώσεις (συνήθως χιλιοστά τοις εκατό ή λιγότερο). Ο όρος χρησιμοποιείται ακόμα για να δηλώσει έναν αριθμό χημικών στοιχείων που περιέχονται σε διάφορα είδη εδαφών, σε… …   Dictionary of Greek

  • οστεόφιλος — η, ο φρ. «οστεόφιλα στοιχεία» ονομασία στοιχείων, όπως είναι το ράδιο, το στρόντιο ή το πλουτώνιο, τα οποία μπορούν να εναποτεθούν στα οστά τού σώματος είτε επειδή συμμετέχουν στον σχηματισμό τών οστών είτε επειδή είναι χημικώς συγγενή με το… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοστρόντιο — το, Ν φυσ. ονομασία τών ραδιενεργών ισοτόπων τού στροντίου που παράγονται ως προϊόντα τής πυρηνικής σχάσης στους πυρηνικούς αντιδραστήρες ή κατά τις πυρηνικές εκρήξεις, αποτελώντας συστατικά τής ραδιενεργού τέφρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξέν …   Dictionary of Greek

  • αλκαλικές γαίες — Ομάδα χημικών στοιχείων (η 2η του περιοδικού συστήματος), στην οποία περιλαμβάνονται το βηρύλλιο, το μαγνήσιο, το ασβέστιο, το στρόντιο, το βάριο και το ράδιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”